ἀκτηρίδα

ἀκτηρίδα
ἀκτηρίς
staff
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακτηρίδα — η (Α ἀκτηρίς, ίδος) (νέοελλ.) η πίσω άκρη (ουρά) τού σταθμίου* τού κιλλίβαντα*, που αποτελεί μαζί με τους δύο τροχούς το τρίτο στήριγμα τού πυροβόλου, καθώς και το σημείο σύνδεσης με το ρυμουλκό αρχ. 1. ραβδί, μπαστούνι, μαγκούρα 2. ξύλινο… …   Dictionary of Greek

  • ακρακτηρίδα — η το άκρο τής ακτηρίδας που έχει ο κιλλίβαντας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ακτηρίδα] …   Dictionary of Greek

  • ηνίο — το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον) συν. στον πληθ. τα ηνία επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος τού χαλινού και τής παραχαλινίδας τού αλόγου, κν. γκέμια νεοελλ. 1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία τού κράτους») 2. (στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”